γυφτίζω

γυφτίζω
γύφτισα
1. συμπεριφέρομαι όπως οι γύφτοι.
2. μτφ., γίνομαι τσιγκούνης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γυφτίζω — και γυφτιάζω 1. μοιάζω με γύφτο, φέρομαι όπως οι γύφτοι 2. είμαι βρόμικος 3. είμαι μικροπρεπής ή τσιγγούνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”